- αποξεχνώ
- αποξεχνώ και αποξεχάνω -ασα, -άστηκα, -ασμένος, ξεχνώ, λησμονώ κάτι εντελώς: Εσύ μου το 'χες πει, αλλά εγώ το αποξέχασα· το μέσ. αποξεχνιέμαι και -ιούμαι αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι: Αποξεχάστηκα και δεν άκουσα τι μου είπες. Ουσ. αποξεχασμός, ο και αποξέχασμα, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.